δειγματοφόρος

δειγματοφόρος
ο
υπάλληλος εμπόρου ή παραγγελιοδόχου ο όποιος περιφέρει δείγματα εμπορευμάτων και τα δείχνει στους αγοραστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα (-ατος) + -φορος < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”